υβριδίωση

υβριδίωση
και υβριδοποίηση, η, Ν
βιολ. υβριδισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hybridization < hybrid- (βλ. υβρίδιο) + κατάλ. -ization].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υβριδισμός — ο, και υβριδίωση, η, Ν 1. βιολ. οι φυσικές ή τεχνητές διεργασίες που οδηγούν στον σχηματισμό ενός υβριδίου 2. χημ. θεωρία η οποία επιτρέπει την ποιοτική και ποσοτική περιγραφή ορισμένων ομοιοπολικών δεσμών και η οποία προβλέπει την αντικατάσταση… …   Dictionary of Greek

  • υβριδοποίηση — η, Ν βλ. υβριδίωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”